- λέπυρ
- το (Α λέπυρον)περίβλημα καρπού, φλοιός, φλούδανεοελλ.βοτ.1. ονομασία που αναφέρεται σε καθένα από τα δύο βράκτια που περιβάλλουν κάθε σταχύδιο στον στάχυ τών αγρωστωδών2. ονομασία τού δερματώδους βρακτίου στη μασχάλη τού οποίου αναπτύσσεται το άνθος στα κυπερώδη3. φρ. «γόνιμο λέπυρο» — το κατώτερο μέρος ενός ζεύγους βρακτίων που περιβάλλει το ανθίδιο τών αγρωστωδώναρχ.κέλυφος, τσόφλι («καρύου βασιλικοῡ λέπυρον», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λεπ- τού λέπω + επίθημα -υρο (πρβλ. βούτ-υρο, λάφ-υρο).ΠΑΡ. λεπυρός, λεπυρώδηςαρχ.λεπυρίζω, λεπύριον, λεπυριώ, λεπύχανον].
Dictionary of Greek. 2013.